στομάτων

στομάτων
στόμα
mouth
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …   Dictionary of Greek

  • χαλινοφάγος — ον, Α αυτός που δαγκώνει το χαλινάρι («χαλινοφάγων... ἀπὸ στομάτων», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ανθόκερος — (anthoceros). Γένος βρυοφύτων της οικογένειας των ανθοκεροτιδών. Αριθμεί περίπου 80 είδη των εύκρατων περιοχών. Το γαμετόφυτο αποτελείται από έναν φυλλοειδή θαλλό, κάτω από την επιδερμίδα του οποίου σχηματίζονται τα ανθηρίδια και τα αρχεγόνια.… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκεροτά — (anthocerotae). Η μία από τις τρεις κλάσεις των βρυοφύτων. Α. ή, αλλιώς, κερασφόρα βρυόφυτα ορίζονται εκείνα τα βρυόφυτα που έχουν θαλλοειδή εμφάνιση, ετερόπλευρα γαμετόφυτα με βυθισμένα ανθηρίδια και αρχεγόνια και μεριστωματική ζώνη κυττάρων στη …   Dictionary of Greek

  • βικτορία — (victoria).Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, γιγαντιαίων, υδροχαρών φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών (nymphaeaceae), που συναντώνται στους ποταμούς της ζώνης του Ισημερινού και στη νότια Αφρική. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό ρίζωμα σφηνωμένο μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”